Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011


 


- Το βιβλίο είναι διαθέσιμο μέσω αντικαταβολής (τηλεφωνικά 6986 533 860, 6937 417 484, τηλ. 211 710 04 25 ή book@thepangea.org This e-mail address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it ).
- Online παραγγελίας από την παρούσα ιστοσελίδα: πατήστε εδώ για τη σχετική υποσελίδα παραγγελιών.
- Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από τα γραφεία μας, στην διεύθυνση Νεόφρονος 3 Αθήνα (δείτε χάρτη), την Δευτέρα και την Τετάρτη από τις 18:00 έως 21:00
Σε κάθε περίπτωση, κατά την παραγγελία σας απαιτούνται τα εξής στοιχεία:
Ονοματεπώνυμο παραλήπτη,
Διεύθυνση αποστολής (οδός, αριθμός, ταχυδρομικός κώδικας, πόλη, χώρα)
Τηλέφωνο επικοινωνίας (σε περίπτωση που προκύψει κάποιο πρόβλημα)


από ...
Με ιδιαίτερη χαρά και ενθουσιασμό, είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ενημερώσουμε ότι έχουμε στα χέρια μας, το βιβλίο του Jacque Fresco "The best that money can't buy" στην Ελληνική του έκδοση με τον τίτλο «Ότι αξίζει δεν κοστίζει».

Στο βιβλίο αυτό ο Jacque Fresco παρουσιάζει τις πρωτοπόρες και καινοτόμες προτάσεις του για ένα κόσμο βιώσιμο και ασφαλή, ένα κόσμο όπου η φτώχεια, οι στερήσεις, η πολιτική και ο πόλεμος μπορούν να βρεθούν για πάντα στο παρελθόν της ανθρώπινης εξελικτικής ιστορίας.

Το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο για όλους όσους θα ήθελαν να μάθουν αλλά και να κατανοήσουν τι είναι η Οικονομία Των Πόρων η οποία αποτελεί το θεμέλιο του Venus Project και αποκτά μια πολύ ιδιαίτερη σημασία μέσα σ’αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία και καμπή του κόσμου μας προσπαθώντας να δώσει λύσεις στα αδιέξοδα τα οποία όλοι οι άνθρωποι, σ’ολόκληρο τον κόσμο, καθημερινά αντιμετωπίζουν.
Το βιβλίο με τον τίτλο «Ότι αξίζει δεν κοστίζει», κυκλοφορεί από 6 Οκτωβρίου του 2011 από την ΠΑΝΓΑΙΑ Α.Μ.Κ.Ε. και τις Εκδόσεις iWrite, για όλο το ελληνικό και κυπριακό αναγνωστικό κοινό. 

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΠΩΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙΣ

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Εκδ. Καστανιώτη 2010



Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο Στέφανος απάγεται, σε μια παραλία του Κορινθιακού, από ένα ζευγάρι Γερμανών επειδή έμοιαζε εκπληκτικά με το δικό τους πεθαμένο αγοράκι. Οι Σουλτς άλλαξαν πόλη, στήνοντας τη νέα ζωή τους, με το ξένο παιδί, που βάπτισαν Μίχαελ, στο Δυτικό Βερολίνο. Επειδή φοβόντουσαν μήπως ανακαλυφθούν ζούσαν περιορισμένα, χωρίς πολλές εξόδους. Αλλά αν είναι να συμβεί, θα συμβεί. Οι γονείς του Στέφανου, που είχαν κινήσει γη και ουρανό, στάθηκαν τυχεροί.
«Ηταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που κάποιος μ' έπαιρνε από ένα μέρος και με πήγαινε σ' ένα άλλο», λέει ο ήρωας. Μετά από επτά χρόνια, το καλοκαίρι του '81, ο 11χρονος Μίχαελ ξαναγίνεται Στέφανος, αλλά έχει ξεχάσει τους γονείς του, τη μητρική του γλώσσα, τη μεγαλύτερη αδελφή του, η μικρότερη γεννήθηκε μετά την απαγωγή του. Αυτήν τη φορά ήταν σαν να τον είχαν απαγάγει από τη γερμανική του οικογένεια.
Το κλεμμένο παιδί του μυθιστορήματος είναι ο μοναχογιός ενός Ελληνα καθηγητή Αρχιτεκτονικής και οι απαγωγείς του, ένα ζευγάρι Γερμανών. Με αυτήν τη διευθέτηση της υπόθεσης, όταν το απάγουν, δεν αποχωρίζεται μόνο την οικογένεια αλλά αποκόπτεται από τη μητρική γλώσσα και απομακρύνεται από τα πάτρια εδάφη. Με άλλα λόγια, χάνει τη σιγουριά που προσφέρει η αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα, την οποία δεν επανακτά ούτε μετά την ανεύρεση και την επιστροφή του στην Ελλάδα. Το παρόν της μυθιστορηματικής πραγματικότητας τοποθετείται τρεις δεκαετίες μετά την απαγωγή, όταν το κλεμμένο παιδί έχει γίνει ένας άντρας που νιώθει ξένος και στις δυο χώρες. Παρουσιάζεται σαν κλειστός χαρακτήρας, που, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμπεριφέρεται σχεδόν αγοραφοβικά. Σε γενικές γραμμές, δεν διαφέρει και πολύ από ένα μετανάστη
Άπατρις και ψυχικά ξεριζωμένος, όμοιος με την οικουμενική, ανασφαλή μορφή ανθρώπων και ιδεών, ο νέος άνδρας προσπαθεί να βρει απάντηση στα ερωτήματα που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Θέλει απεγνωσμένα να βρει τους απαγωγείς του, αλλά και να συναντηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ενήλικος πια, μετά την πτώση του Τείχους, επιστρέφει στο Βερολίνο ως δάσκαλος Ελληνικών με σκοπό να εντοπίσει τους απαγωγείς του. Κάνει κατάλογο με τους Σουλτς και ψάχνει, στην αρχή συστηματικά, στη συνέχεια χαλαρά. Αντίδοτο στη συναισθηματική του εξορία είναι η ερωτική σχέση με μια Γερμανίδα, τη Σεσίλια, μεγαλύτερή του, με δύο γιους. Ερμητικά κλειστός και εσωστρεφής, κρύβει απ' αυτήν την προσωπική του περιπέτεια, τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της σκέψης του. Είναι ένας διχασμένος, από τη μια φιλικός και γενναιόδωρος, από την άλλη ψεύτης, με μυστικά. "Το μεγαλύτερο κακό ήταν ότι πουθενά δεν αισθανόταν σπίτι του. Στην Ελλάδα ήταν Γερμανός και στη Γερμανία σαραβαλιασμένος Ελληνας".
Οπως εξήγησε η συγγραφέας: «Ο τίτλος είναι ειρωνικός. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί επ’ αόριστον. Ο Στέφανος κρύβεται επειδή φοβάται να διαλέξει, να ανήκει κάπου, να κατονομάσει τις ρίζες του».
Η λύτρωση έρχεται στο τέλος σε ένα ταξίδι στη Ταγγέρη, όπου συναντιέται με τον πατέρα Σουλτς και μαθαίνουμε την τραγική ιστορία τους. Όπως σημείωνε ο ίδιος σε ένα μαύρο μπλοκ: «Η άρνηση του πατέρα, όπως και η άρνηση της πατρίδας, είναι άρνηση του χαρακτήρα. Ο πιο βασανιστικός τρόπος για να θυμάσαι είναι να προσποιείσαι ότι ξέχασες……»
--
ΒΙΒΛΙΟΧΑΡΤΟΠΩΛΕΙΟ LIBROPOLIS
ΜΕΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ 5, ΠΕΡΑΙΑ
23923-00363

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Τι σου είναι η αγάπη τελικά...

Πόσο βαθιά να αναζητήσουμε τις σκέψεις της Αλκυόνης; Πόσο μακριά να συνοδέψουμε τα βήματά της στις κρυφές αναζητήσεις της; Η Αλκυόνη είναι μια μυστική μάγισσα της γραφής που σμιλεύει τα καθημερινά μας όνειρα που δεν τα ζούμε, ούτε καν τα αντιλαμβανόμαστε. Μόνη της, μια μοναχική οδοιπόρος συντροφεύει τα όνειρά μας χωρίς να μας πει τίποτα και σκαλίζοντας τις στάχτες μας μάς δίνει φωτιά και ανάσα σε αυτά που δεν μπορούμε να μυρίσουμε, να αντιληφθούμε, να δούμε.
Και τα βλέπει ξεκάθαρα. Και μας τα γράφει. Μας τα αφηγείται. Και όσοι την ακούνε την ακολουθούν και μαγεύονται με το ταξίδι της. Είναι η Αλκυόνη! Που σκορπίζει ανέμους  ξανοίγοντας εικόνες και συναισθήματα. Και σκαλίζει ξεχασμένες ευαισθησίες. Μας οδηγεί στα δικά της μονοπάτια.
H Αλκυόνη Παπαδάκη, στο δέκατο πέμπτο μυθιστόρημά της, «Τι σου είναι η αγάπη τελικά…» αγωνιά για το συναίσθημα της αγάπης που προσπαθεί να το ψηλαφίσει, να το νιώσει, να το δυναμώσει μέσα μας. Και περιπλανιέται στις ψυχές των ηρώων της και δυναμώνει τις φωνές τους για να τις ακούσουν και οι αναγνώστες της.

Ατόφιοι χαρακτήρες ελληνικής οικογένειας, που μπορεί να μην τους βλέπουμε σήμερα μιας και είναι καλά προστατευμένοι από μια δική τους κατασκευασμένη εικόνα. Αλλά η συγγραφέας μάς τους δείχνει. Εισβάλλει στα κλειστά σπίτια τους και τους ξεγυμνώνει. Και μας τους δείχνει χωρίς ίχνος ντροπής. Έτσι όπως είναι. Όπως σκέφτονται  και συμπεριφέρονται. Με τη χαρακτηριστική πένα μιας ανελέητης Αλκυόνης.
Μόνο ο γέρικος ευκάλυπτος απόμενε εκεί, καρφωμένος
χρόνια και χρόνια στην τσιμεντένια αυλή για ν’ αποχαιρετά
με τ’ απλωμένα κλαριά του τους ταξιδιώτες του πουθενά.
Η Αλκυόνη ζωγραφίζει ένα κόσμο όπως είναι και λαχταρά να ακούσουμε τις ευχές της, να ταραχτούμε από τις υπόνοιες των κρυφών της επιθυμιών που θα μας βοηθήσουν να διακρίνουμε αυτό που μας λείπει. Δεν αλλοιώνει καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί αισθήματα. Βυθίζεται όσο πιο βαθιά μπορεί και βγάζει στην επιφάνεια αυτά που έχουμε καλά κρυμμένα μέσα μας και ξεχασμένα από το ρυθμό μιας καθημερινότητας. Και μας τη δείχνει όσο πιο καλά μπορεί και κραυγάζει σιωπηλά για τη μεταμόρφωση των συναισθημάτων μας που υπακούουν πλέον σε άλλες οδηγίες, σε άλλες ανατροπές. Για να χαθούμε σε ένα λαβύρινθο  ύποπτων συναλλαγών της ψυχής μας.
Τι σου είναι η αγάπη τελικά…; Γιατί αγαπάμε; Επειδή θέλουμε να κερδίσουμε κάτι; Να ωραιοποιήσουμε την εικόνα μας; Να δείξουμε προς τα έξω ότι νιώθουμε καλά; Είναι η ανιδιοτελής αγάπη η μόνιμη ορμή που θα μας φέρει στην ευτυχία;
Το ξημέρωμα είχε ρίξει δυνατή βροχή. Τα σύννεφα ήταν ακόμα πυκνά στον ουρανό. Πίσω από ένα φυλλαράκι της ακακίας είχε κρυφτεί ο Θεός και παρατηρούσε τα σύμπαντα, παρέα με κάποιο χρυσομάμουνο.
Γιατί τα συναισθήματα να έχουν ποικίλες αποχρώσεις; Γιατί να επηρεάζονται και να αλλοιώνονται ανάλογα με μια στρεβλή μας σκέψη ενός πιθανού κέρδους; Δεν μπορούμε να εξωτερικεύουμε τον εσωτερικό μας κόσμο χωρίς υστεροβουλία;
Η Αλκυόνη Παπαδάκη δεν χαρίζεται σε κανέναν ήρωα της. Ακολουθεί τις σκέψεις και τις ανάσες τους και άλλοτε νιώθει ευτυχισμένη και άλλοτε σαρκάζει με τα τερτίπια τους. Γιατί έτσι είναι η ζωή τους. Γεμάτη μονοπάτια εκπλήξεων και κινηματογραφικών ανατροπών όπως είναι η ζωή μας.
Τι σου είναι κι αυτή η αγάπη, αλήθεια.
Μπορεί να στήνει το στρατηγείο της σ’ ένα απλό καθημερινό αντικείμενο κι από εκεί να στέλνει τα μηνύματα της.
Σ’ ένα φλιτζάνι του καφέ, ας πούμε… Σ’ ένα μπρίκι. Σ’ ένα κουτί με μπαχαρικά, σ’ ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο. Σ’ ένα φθαρμένο πατάκι, κάτω από το νεροχύτη.
Τι σου είναι κι αυτή η αγάπη τελικά…
Όπως είναι η ζωή των δυο μικρών αδελφών της Ειρήνης και της Κατερίνας ή Κατειρήνες, σύμφωνα με το δικό τους κώδικα αγάπης, που ξεκινούν την περιπέτεια της ζωής τους σε ένα ορφανοτροφείο. Είναι η δική τους άδολη αγάπη που έρχεται αντιμέτωπη με μια μπάσταρδη αγάπη που ευδοκιμεί σε έναν άλλο κόσμο, όχι το δικό τους.
Μακάρι να είχα απαντήσεις για όλα τούτα. Κι όμως… Αν το καλοσκεφτείς, καλύτερα που δεν έχω. Αν όλα ήταν απαντημένα, όλα προβλέψιμα, όλα εξηγημένα, τι γούστο θα ‘χε η πορεία της ζωής. Ακόμα κι ο Θεός θα έπληττε, αν έπαιζε μαζί μας μ’ ανοιχτά χαρτιά.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη συνεχίζει να ακολουθεί πιστά τη σκέψη της, την πίστη της για ένα κόσμο που πάει να χαθεί και σμιλεύει τις αγωνίες της για να τις δούμε ξεκάθαρα. Για να διακρίνουμε τη διαφορά. Επειδή πλέον δεν μπορούμε.
Για να ζεσταθεί, έστω για λίγο, ο χειμώνας μας από τις αλκυονίδες σκέψεις της.