Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΠΩΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙΣ

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Εκδ. Καστανιώτη 2010



Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο Στέφανος απάγεται, σε μια παραλία του Κορινθιακού, από ένα ζευγάρι Γερμανών επειδή έμοιαζε εκπληκτικά με το δικό τους πεθαμένο αγοράκι. Οι Σουλτς άλλαξαν πόλη, στήνοντας τη νέα ζωή τους, με το ξένο παιδί, που βάπτισαν Μίχαελ, στο Δυτικό Βερολίνο. Επειδή φοβόντουσαν μήπως ανακαλυφθούν ζούσαν περιορισμένα, χωρίς πολλές εξόδους. Αλλά αν είναι να συμβεί, θα συμβεί. Οι γονείς του Στέφανου, που είχαν κινήσει γη και ουρανό, στάθηκαν τυχεροί.
«Ηταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που κάποιος μ' έπαιρνε από ένα μέρος και με πήγαινε σ' ένα άλλο», λέει ο ήρωας. Μετά από επτά χρόνια, το καλοκαίρι του '81, ο 11χρονος Μίχαελ ξαναγίνεται Στέφανος, αλλά έχει ξεχάσει τους γονείς του, τη μητρική του γλώσσα, τη μεγαλύτερη αδελφή του, η μικρότερη γεννήθηκε μετά την απαγωγή του. Αυτήν τη φορά ήταν σαν να τον είχαν απαγάγει από τη γερμανική του οικογένεια.
Το κλεμμένο παιδί του μυθιστορήματος είναι ο μοναχογιός ενός Ελληνα καθηγητή Αρχιτεκτονικής και οι απαγωγείς του, ένα ζευγάρι Γερμανών. Με αυτήν τη διευθέτηση της υπόθεσης, όταν το απάγουν, δεν αποχωρίζεται μόνο την οικογένεια αλλά αποκόπτεται από τη μητρική γλώσσα και απομακρύνεται από τα πάτρια εδάφη. Με άλλα λόγια, χάνει τη σιγουριά που προσφέρει η αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα, την οποία δεν επανακτά ούτε μετά την ανεύρεση και την επιστροφή του στην Ελλάδα. Το παρόν της μυθιστορηματικής πραγματικότητας τοποθετείται τρεις δεκαετίες μετά την απαγωγή, όταν το κλεμμένο παιδί έχει γίνει ένας άντρας που νιώθει ξένος και στις δυο χώρες. Παρουσιάζεται σαν κλειστός χαρακτήρας, που, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμπεριφέρεται σχεδόν αγοραφοβικά. Σε γενικές γραμμές, δεν διαφέρει και πολύ από ένα μετανάστη
Άπατρις και ψυχικά ξεριζωμένος, όμοιος με την οικουμενική, ανασφαλή μορφή ανθρώπων και ιδεών, ο νέος άνδρας προσπαθεί να βρει απάντηση στα ερωτήματα που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Θέλει απεγνωσμένα να βρει τους απαγωγείς του, αλλά και να συναντηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ενήλικος πια, μετά την πτώση του Τείχους, επιστρέφει στο Βερολίνο ως δάσκαλος Ελληνικών με σκοπό να εντοπίσει τους απαγωγείς του. Κάνει κατάλογο με τους Σουλτς και ψάχνει, στην αρχή συστηματικά, στη συνέχεια χαλαρά. Αντίδοτο στη συναισθηματική του εξορία είναι η ερωτική σχέση με μια Γερμανίδα, τη Σεσίλια, μεγαλύτερή του, με δύο γιους. Ερμητικά κλειστός και εσωστρεφής, κρύβει απ' αυτήν την προσωπική του περιπέτεια, τους σκοτεινούς λαβυρίνθους της σκέψης του. Είναι ένας διχασμένος, από τη μια φιλικός και γενναιόδωρος, από την άλλη ψεύτης, με μυστικά. "Το μεγαλύτερο κακό ήταν ότι πουθενά δεν αισθανόταν σπίτι του. Στην Ελλάδα ήταν Γερμανός και στη Γερμανία σαραβαλιασμένος Ελληνας".
Οπως εξήγησε η συγγραφέας: «Ο τίτλος είναι ειρωνικός. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί επ’ αόριστον. Ο Στέφανος κρύβεται επειδή φοβάται να διαλέξει, να ανήκει κάπου, να κατονομάσει τις ρίζες του».
Η λύτρωση έρχεται στο τέλος σε ένα ταξίδι στη Ταγγέρη, όπου συναντιέται με τον πατέρα Σουλτς και μαθαίνουμε την τραγική ιστορία τους. Όπως σημείωνε ο ίδιος σε ένα μαύρο μπλοκ: «Η άρνηση του πατέρα, όπως και η άρνηση της πατρίδας, είναι άρνηση του χαρακτήρα. Ο πιο βασανιστικός τρόπος για να θυμάσαι είναι να προσποιείσαι ότι ξέχασες……»
--
ΒΙΒΛΙΟΧΑΡΤΟΠΩΛΕΙΟ LIBROPOLIS
ΜΕΓ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ 5, ΠΕΡΑΙΑ
23923-00363

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου